Wednesday, June 9, 2010

Στην Χώρα των Μάγια

Στην φώτο αριθμοί των Μάγια, με βάση το 20

Μια καινούργια ζωή, στη χώρα των ΜΑΥΑ, Guatemala
Ο Don Meme είχε το δικό του ξενοδοχείο με το παράξενο όνομα Nimajai, ένα μικρό στενό διάδρομο με δωμάτια, αυτό που πήγαιναν τους ναυτικούς τα κορίτσια που εργαζόταν στο δικό του μπαρ η «Γαλάζια θάλασσα.» Έτσι δεν του έφευγε δεκάρα σε ξένα βαλάντια.
Το εστιατόριο El Dorado, είχε το σπεσιαλιτέ του, μαγείρευε φρέσκες γαρίδες με γάλα και μυρωδικά χόρτα, ο πρώτος μηχανικός του πλοίου Agela πήγαινε κάθε βράδυ για αυτόν τον μεζέ, μαζί με το κορίτσι του την Delmi μια ασπριδερή, όπως και η ιδιοκτήτρια του el Dorado, που ήταν από την Κόστα Ρίκα.
Ένας Ισπανός ο Don Chepe είχε διώροφο σπίτι και νοίκιαζε τον πρώτο όροφο, δίπλα ακριβώς είχε και μύλο molino Nixtamal αυτόν που άλεθαν το καλαμπόκι τους οι ντόπιοι, αυτό που το μούσκευαν από βραδύς με μια πρέζα ασβέστη για να φύγει η φλούδα του σε μια ζύμη , με την οποία έπλαθαν πίτες ‘tortillas.’ Τη γυναίκα του που γνώρισα την είχε διώξει, ένεκα που έκανε γλυκά μάτια σε νεαρό, έτσι του έμειναν τα δυο του κοριτσάκια. Στην γωνία του τετραγώνου ιταλοί μετανάστες είχαν φούρνο και μπακάλικο. Και απέναντι ο Ισπανός Leal είχε βενζινάδικο. Ο Mr. Lewis ένας έγχρωμος από το Belize, είχε γενικό χοντρικό εμπόριο. Δυο αδέλφια κινέζοι είχαν τα δυο εμπορικά, με το όνομα Quinto, άλλοι δυο κινέζοι είχαν εστιατόρια το Pati y Salón Nuevo κινέζικου φαγητού.
Ο Pancho Ισπανικής καταγωγής είχε το ξενοδοχείο Del Norte, αυτό με τα άσπρα πάνινα τραπεζομάντιλα. Ο Van Hooven Βέλγος πρώην ναυτικός διόρθωνε οτιδήποτε ηλεκτρονικά, ψυγεία κλπ…
Οι ντόπιοι δεν είχαν τίποτα, εκτός από μπαρ, και ότι είχε να κάνει με γυναίκες. Εγώ έπεσα σαν κομήτης, δεν είχα τίποτε, στην αρχή νοίκιασα τον πρώτο όροφο του Don Chepe, μετά γνωρίστηκα με όλους, αλλά μου έλειπαν οι διασυνδέσεις, έτσι ο Beto ταξιτζής, αυτός που κουβαλούσε την Doris, αυτή που δεν με χώνευε, με κοίταζε και μου έλεγε εγώ να έρθω μαζί σου ούτε ο θεός να το θέλει. Ο Βέτο με πήγε στην γυναίκα ταξιτζή που μόλις είχε πεθάνει ο άνδρας της, αφού μετά την εγχείρηση εξακολουθούσε κι έπινε ρούμι. Aguardiente…. Πρέπει να εξηγήσω ότι ήταν μια πόλη του λιμανιού Puerto Barrios 40.000 κατοίκων αυτοκίνητα υπήρχαν μόνο ολίγα αυτά που είχαν οι προύχοντες, οι αστικές συγκοινωνίες περιορισμένες.
Αγόρασα το ταξί του πεθαμένου λεγόταν Chetumal , έψαχνα για διασυνδέσεις, Συνδέθηκα με τον Don Meme, με την ιδιοκτήτρια του El Dorado, με την αγγλόφωνη κοινότητα της United Fruit Co. που ζούσαν χώρια τους στην Colonia, με τους πιλότους (πλοηγούς) του λιμανιού, όλοι ξένοι, με τον εισαγγελέα, τους δικαστές, με τον λιμενάρχη, με ιδιοκτήτες ντόπιων μικρομάγαζων, αλλά προπαντός ότι είχε να κάνει με ναυτικούς. Όλα τα ναυτιλιακά γραφεία, τα μπαρ, ακόμα και τα δικαστήρια τα οποία όταν τα εύρισκαν σκούρα με φώναζαν για διερμηνέα.
Ήταν το κράτος, δεν με πλήρωναν, τα χρέωναν στους κατηγορούμενους
.
Η πιάτσα των ταξί ήταν απέναντι απ’ το κυβερνείο, δίπλα από την πύλη του μόλου μα και μπροστά από την στρογγυλή πλατεία όπου κάθε Κυριακή απόγευμα η μπάντα του δήμου έπαιζε ισπανική μουσική. Κυκλοφορούσαν πάμπολλοι μυστικοί αστυνομικοί, όχι ότι τους ενδιέφεραν τα κακώς κείμενα αλλά, παρακολουθούσαν τους ταξιτζήδες αν κάποιος μετέφερε ναυτικούς με λαθρεμπόριο, να ζητήσουν μερτικό. Πελάτες στο ταξί μια κοινωνία επιφανειακή, ο υπόκοσμος, οι ναυτικοί, οι κρυφοί αναστεναγμοί, μα και πελάτες σοβαροί των πλοίων της γραμμής για Belize και Livingston. Πήγαμε όλοι μαζί στην εκκλησία την ημέρα του Αγίου Χριστοφόρου προστάτη των οδηγών να μας ευλογήσει τα ταξί ο καθολικός ιερέας, ιταλός κι αυτός ο Padre Peruchi, μα και να μας μιλήσει για την σημασία της λέξεως Χριστό –φέρω. Μια ευχάριστη έκπληξη για εμένα η ομιλία αυτή. Μας δώρισε και από μια εικόνα του san Cristóbal με μαγνήτη για το ταμπλό του αυτοκινήτου. Μετά με βρήκε η Norma, θα με πας στο Club El Ranchito, έλα να σε κεράσω, σε θέλω με την ώρα. Στην Πιάτσα με βρήκε το δουλικό της κουμπάρας, θα έκλεβαν τον κουμπάρο για μια νύχτα και ζητούσαν εχέμυθο ταξιτζή να τους μεταφέρει σε άλλη πόλη και να τους περιμένει, μετά ο ερωτευμένος έλληνας ναυτικός που κυνηγούσε το λεωφορείο. Ο έλληνας καπετάνιος από την Χίο με ανακάτεψε με την αστυνομία γιατί νόμιζε ότι τον έκλεβε μέλος του πληρώματος, μετά η μάνα που ζητούσε δικαιοσύνη για την ανήλικη κόρη της που είχε διαφθείρει ένας παντρεμένος, μετά η εκδίκηση της παντρεμένης, μετά ο ναυτικός που πήγε στη φυλακή να πληρώσει πρόστιμο της φιλενάδας του ώστε να βγει έστω κι αν αυτή πήγε με τον φίλο της, μετά τα δυο παιδιά έλληνες ναυτικοί που πήγαν φυλακή γιατί σπρώξανε κάποιον στη θάλασσα, παρεξηγήθηκαν για γυναίκα, μετά πήρα αγώι να πάω μια μάνα κινέζα με πολλά λεφτά, λέγανε ότι είχε κρυφό χαρτοπαίγνιο, σε καθολικό μοναστήρι εκεί όπου είχε εσωτερικές τις δυο κόρες, μακρύς, ο δρόμος χωματένιος ήταν τόσο άσχημος ώστε έχασα δυο ρόδες.
Μεσάνυχτα με φώναξε καπετάνιος να βρω και να κουβαλήσω 100 κολώνες πάγο σε βαπόρι που έφευγε το πρωί, βρήκα ακόμα φίλο ταξιτζή βγάλαμε τα πισινά καθίσματα απ το ταξί, πήραμε τα χρήματα. Μετά μια άλλη νύχτα με φώναξε η γυναίκα φίλου μου που είχαν σκοτώσει οι αντάρτες να πάω σε άλλη πόλη 100 χιλιόμετρα απόσταση σε περιοχή όπου δρούσαν αποσπάσματα, κανένας άλλος δεν το αποτόλμησε πήγα γιατί τους γνώριζα, γύρισα με το φως της ημέρας, έτσι μου είπαν να κάνω οι αστυνομικοί. Με πλησίασε φίλος ναυτικός από βαπόρι να του βρω δωμάτιο να σπιτώσει μια κοπέλα, όχι δεν του έκανα την χάρη, αποτέλεσμα τον έχασα από πελάτη. Μια ζωή γεμάτη από απρόοπτα περιπέτειες, μεταφέροντας τους ήρωες στο ταξί, ζούσα κι εγώ τις αγωνίες τους τα καρδιοχτύπια τους, κάτι που μου επέτρεπε να διακρίνω τις δυο όψεις του νομίσματος μα και την εκμετάλλευση της βρώμικης κοινωνίας.
Μετά κρατικοποίησαν την εταιρία σιδηροδρόμων, έτσι αγόρασα το σπίτι ενός φίλου που τον μετέθεσαν στην πρωτεύουσα. Μετά κάποιοι έλληνες φυγόδικοι γιατί χρωστούσαν μου άφησαν το αυτοκίνητό τους, για να τους βρω κάποιον να τους περάσει τα σύνορα με βάρκα, το έκανα δεύτερο ταξί, ο οδηγός μου, το τράκαρε νύχτα με μια φοράδα, εν τέλει το επιδιόρθωσα και το πούλησα σε έναν συνταγματάρχη
.
Στο τέλος εννόησα ότι μια καινούργια ζωή άρχιζε για μένα, ήταν όμως αφομοιωτική, ολοκληρωτική, ξεχνούσες την γλώσσα, την πατρίδα, τα φαγητά, την κοινή λογική. Αλλά έπρεπε να επιζήσεις, έτσι κι έγινε.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης